- χαραμοφάγος
- χαραμοφάγος, ο και χαραμοφάς, ο και χαραμοφάης, ο θηλ. χαραμοφάγα και χαραμοφάισσα ουδ. χαραμοφάικοαυτός που τρώει το ψωμί του χαράμι, αυτός που τρέφεται σε βάρος άλλου: Τι τον έχεις αυτόν το χαραμοφάγο στο σπίτι σου και δεν τον βάνεις να δουλέψει;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.